Pages

23 April 2019

Συνέντευξη με την ευρωβουλευτή Σαμπίνε Λέζινγκ για το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα

 




«Το ευρωπαϊκό σχέδιο αλλάζει προς μια μιλιταριστική κατεύθυνση»

 
Συνέντευξη με τη Γερμανίδα Ευρωβουλευτή της GUE/NGL, Sabine Lösing, για το νέο κοινοτικό πρόγραμμα χρηματοδότησης της έρευνας & ανάπτυξης όπλων.
 

 
τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου

(δημοσιεύτηκε σε “Το Περιοδικό”, 17 Απριλίου 2019)


Με πρωτοβουλία της Ευρ. Επιτροπής και την αδιάλειπτη πίεση των βιομηχανιών όπλων, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποφάσισε να χρηματοδοτεί πλέον την έρευνα & ανάπτυξη οπλικών συστημάτων απευθείας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το πρόγραμμα, με την επωνυμία Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, θα είναι ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την περίοδο 2021-2027, ενώ ήδη έχουν διατεθεί 500 εκατομμύρια στο προπαρασκευαστικού χαρακτήρα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας. Για την εξαιρετικά κρίσιμη αυτή εξέλιξη μιλήσαμε στις Βρυξέλλες με τη Σαμπίνε Λέζινγκ, ευρωβουλευτή της ευρωομάδας της Αριστεράς και αντιπρόεδρο της Υποεπιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
  


Σηματοδοτεί η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα μια στροφή της ΕΕ προς την κατεύθυνση της στρατιωτικοποίησης; Συνιστά, με άλλα λόγια, μια σημαντική αλλαγή παραδείγματος;
 
Ναι, απολύτως, και για πολλούς λόγους! Πρώτον, πρόκειται για το τέλος αυτού που θα μπορούσαμε κάπως ιδεαλιστικά να αποκαλέσουμε ειρηνικό χαρακτήρα του προϋπολογισμού της ΕΕ. Μολονότι δεν έλειψαν οι προσπάθειες χρησιμοποίησης ευρωπαϊκών πόρων για στρατιωτικούς σκοπούς, μέχρι σήμερα υπήρχαν μεγάλα εμπόδια για τη διοχέτευση κεφαλαίων στον στρατιωτικό τομέα. Αυτό θα αλλάξει δραματικά με την επερχόμενη ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα. Δεύτερον, τα χρήματα αυτά θα δαπανηθούν ρητά για την «παγίωση» του ευρωπαϊκού στρατιωτικού τομέα – δηλαδή για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος. Εάν η προσπάθεια αυτή επιτύχει, ολόκληρη η σύνθεση του ευρωπαϊκού σχεδίου θα αλλάξει θεμελιωδώς προς μια πιο μιλιταριστική κατεύθυνση. Και, τρίτον, η εξέλιξη αυτή είναι ένα από τα πιο εμφανή σημάδια ότι η Ευρ. Επιτροπή επιδιώκει να διαδραματίσει πολύ μεγαλύτερο ρόλο σε θέματα άμυνας στο μέλλον. Όπως ειπώθηκε στο «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Άμυνα» (European Defence Action Plan – EDAP) της 30ηςΝοεμβρίου 2016, όταν και λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, «Η Επιτροπή είναι έτοιμη να καταβάλει άνευ προηγουμένου προσπάθειες στον τομέα της άμυνας για να στηρίξει τα κράτη μέλη. Θα αξιοποιήσει τα μέσα που διαθέτει η ΕΕ, μεταξύ άλλων την ενωσιακή χρηματοδότηση και το πλήρες δυναμικό των Συνθηκών, προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης μιας Ένωσης Άμυνας».

Και γιατί συνιστά αυτό λόγο ανησυχίας; Ποιοι είναι οι κύριοι κίνδυνοι που βλέπετε στην κοινοτική χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων;
 
Είναι σίγουρα ένας λόγος ανησυχίας η διοχέτευση δισεκατομμυρίων ευρώ στον στρατιωτικό τομέα. Ρίξτε μια ματιά στην Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ που εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κρατών στις 28 Ιουνίου 2016, η οποία προσδιορίζει τα συμφέροντα που θα προωθηθούν με αυτόν τον τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό. Γίνεται λόγος για «το ενδιαφέρον της ΕΕ σε ένα ανοιχτό και δίκαιο οικονομικό σύστημα», την «εξασφάλιση ανοιχτών και προστατευμένων ωκεάνιων και θαλάσσιων διαδρομών» και την «πρόσβαση σε φυσικούς πόρους». Οι περιοχές ενδιαφέροντος όπου η ΕΕ θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβάλει αυτά τα συμφέροντα με στρατιωτικά μέσα είναι, σύμφωνα με τη Στρατηγική, «προς τα ανατολικά μέχρι την Κεντρική Ασία και προς τα νότια μέχρι την Κεντρική Αφρική». Και ως προς τα ανατολικά, γίνεται έως και ονομαστική αναφορά «στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας».

Προκειμένου να επιβάλει τα συμφέροντα αυτά, η Στρατηγική αναφέρεται στην ανάγκη κατοχής κορυφαίων στρατιωτικών δυνατοτήτων: «Αυτό σημαίνει πλήρες φάσμα δυνατοτήτων στην ξηρά, τον αέρα, το διάστημα και τη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων και στρατηγικών εργαλείων διευκόλυνσης». Στα μάτια των πολιτικών που κυβερνούν σήμερα την Ευρώπη, ο τρόπος κτήσης αυτών των δυνατοτήτων είναι με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος μέσω εργαλείων όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, αλλά και η Συντονισμένη Ετήσια Επανεξέταση για την Άμυνα (CARD) και η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO).

Ο φόβος μου είναι ότι από τη στιγμή που η ΕΕ θα έχει αυτές τις δυνατότητες, θα αναπτύσσει στρατεύματα ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι κάνει ήδη – και θα το κάνει για την επιβολή συμφερόντων που είναι τα συμφέροντα μιας προνομιούχου μειοψηφίας, και όχι της πλειοψηφίας της κοινωνίας που δεν έχει τίποτα να κερδίσει από τον πόλεμο και τον μιλιταρισμό. Και βέβαια πρόκειται για συμφέροντα που καμία σχέση δεν έχουν με το συμφέρον εκείνων που υποφέρουν απ’ αυτές τις στρατιωτικές παρεμβάσεις. Γιατί εάν οι πόλεμοι του πρόσφατου παρελθόντος – από το Αφγανιστάν μέχρι το Ιράκ και τη Λιβύη – κατέδειξαν ένα πράγμα, είναι ότι ο στρατός είναι εντελώς ανίκανος να «επιλύει» συγκρούσεις.

Έχετε σε δημόσιες παρεμβάσεις σας αμφισβητήσει τη νομιμότητα της πρωτοβουλίας της Κομισιόν. Γιατί; Δεν υπάρχει νομική βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο για τη χρηματοδότηση της έρευνας για όπλα;
 
Όχι, δεν υπάρχει νομική βάση για τη χρησιμοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για εξοπλιστικά προγράμματα – και γι’ αυτό η Επιτροπή αναγκάστηκε να στραφεί σε νομικά τερτίπια. Το άρθρο 41 της Συνθήκης της Λισαβόνας είναι πολύ σαφές – απαγορεύει τη χρησιμοποίηση του προϋπολογισμού της ΕΕ για στρατιωτικές δαπάνες αναφέροντας ότι: «Οι λειτουργικές δαπάνες τις οποίες συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου βαρύνουν επίσης τον προϋπολογισμό της Ένωσης, πλην των δαπανών που οφείλονται σε ενέργειες που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στην άμυνα».

Τώρα, αυτή η παράγραφος αφορά την «Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας», και γι’ αυτό η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κύρια αποστολή του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα είναι η προώθηση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης και, άρα, ότι θα αποτελέσει ένα εργαλείο βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ. Φυσικά, αυτός ο ισχυρισμός είναι γελοίος: είναι προφανές ότι ο πρωταρχικός στόχος του Ταμείου είναι η «βελτίωση» των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ευρώπης, κάτι που εμπίπτει στις απαγορεύσεις του Άρθρου 41 της Συνθήκης της Λισαβόνας και, συνεπώς, δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και η νομική γνωμοδότηση που ανέθεσε η Ευρωομάδα GUE/NGL, η οποία επισημαίνει ότι «σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει η επικαλούμενη νομική βάση τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας».

Συμφωνείτε με το επιχείρημα της Ευρ. Επιτροπής ότι η χρηματοδότηση της έρευνας για όπλα είναι καλή για την απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη;
 
Όχι, δεν συμφωνώ. Τα οικονομικά οφέλη του στρατιωτικού τομέα είναι ένας μύθος που η Επιτροπή ποτέ δεν κουράζεται να τονίζει, αλλά η ίδια επικαλείται πάντα μόνο μία πηγή – μια μελέτη που γράφτηκε υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας για να υποστηρίξει αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό. Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα εκτεταμένο σώμα έρευνας που καταδεικνύει ότι η επένδυση στους εξοπλισμούς είναι με διαφορά ο λιγότερο αποδοτικός τρόπος δημιουργίας θέσεων εργασίας ή επίτευξης οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, ο μύθος των “spin-off” – ότι δηλαδή οι στρατιωτικές καινοτομίες δήθεν μεταφέρονται στους μη στρατιωτικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας – έχει απορριφθεί κι αυτός από πολλές μελέτες. Για την ακρίβεια, σήμερα είναι ο στρατιωτικός τομέας αυτός που χρησιμοποιεί μη στρατιωτικές καινοτομίες για τα προϊόντα του, και όχι το αντίστροφο.

Όσον αφορά το κομμάτι της διαφάνειας, πόσο ικανοποιημένη είστε με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα; Έχετε εντοπίσει ενδείξεις κακών πρακτικών;
 
Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παραμερίζεται σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά το Ταμείο. Η Επιτροπή θα εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας, ενώ τα κράτη μέλη θα έχουν de facto δικαίωμα βέτο. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο παραιτήθηκε από τον παραδοσιακό του ρόλο στον προγραμματισμό του προϋπολογισμού – γεγονός που μειώνει κατά πολύ την ικανότητά του να ελέγχει έστω και κατ’ ελάχιστο τον προϋπολογισμό.

Επιπλέον, όπως έχει επισημάνει και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κατά του Εμπορίου Όπλων (European Network Against Arms Trade – ENAAT), η «αξιολόγηση δεοντολογίας» που προβλέπεται αφήνει πολλά κενά. Το ENAAT γράφει σχετικά: «Οι έλεγχοι δεοντολογίας θα γίνονται μόνο πριν από την υπογραφή της σύμβασης χρηματοδότησης και στη βάση προηγούμενων αυτό-αξιολογήσεων δεοντολογίας από τον ίδιο τον κλάδο. Ο κατάλογος των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που θα βοηθούν την Ευρ. Επιτροπή στα καθήκοντα αξιολόγησης και παρακολούθησης δεν θα δημοσιοποιηθεί».

Ποιος ήταν ο ρόλος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων στην όλη διαδικασία; Απολαμβάνει προνομιακή πρόσβαση στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και, εάν ναι, γιατί;
 
Η βιομηχανία – σε αντίθεση με άλλους δρώντες όπως το ειρηνιστικό κίνημα και οι οργανώσεις υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών – συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση της αμυντικής πολιτικής της Ευρώπης. Για παράδειγμα, όπως επεσήμανε η μελέτη “Securing profits” («Εξασφαλίζοντας κέρδη») της βελγικής ειρηνιστικής οργάνωσης Vredesactie, μεταξύ του 2013 και του 2016 πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον 37 συναντήσεις μεταξύ της βιομηχανίας και της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης σχετικά με την Προπαρασκευαστική Δράση για την Έρευνα για την Άμυνα. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας «Ομάδας Προσωπικοτήτων» από την Elżbieta Bieńkowska, Επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς, Βιομηχανίας, Επιχειρηματικότητας και Μικρών & Μεσαίων Επιχειρήσεων, το 2015, η οποία κυριαρχείτο σε μεγάλο βαθμό από τους λομπίστες του εξοπλιστικού κλάδου. Η ομάδα αυτή δημοσίευσε τις προτάσεις της για ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα στρατιωτικής έρευνας τον Φεβρουάριο του 2016 και όλα τα προτεινόμενα ποσά ενσωματώθηκαν με χαρακτηριστική ακρίβεια στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Άμυνα, της Κομισιόν, τον Νοέμβριο του 2016.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει με θέρμη αυτή τη στρατιωτική «στροφή» της ΕΕ. Πώς εξηγείτε αυτή τη θέση του Κοινοβουλίου υπέρ των ευρωπαϊκών εξοπλισμών, δεδομένης και της θέσης σας ως Αντιπροέδρου της Υποεπιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας;
 
Δυστυχώς, η πλειονότητα των κομμάτων και, κατά συνέπεια, και η πλειοψηφία των μελών των σχετικών επιτροπών είναι συντριπτικά υπέρ της στρατιωτικής λογικής. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να ακουστούν οι επικριτικές φωνές, γεγονός που επιδεινώνεται από το ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τείνουν να αγνοούν σε μεγάλο βαθμό εναλλακτικές προσεγγίσεις. Επιπλέον, είμαστε αντιμέτωποι με έναν τοξικό συνδυασμό: τη συνεχιζόμενη δαιμονοποίηση της Ρωσίας, την εντελώς υποκριτική συζήτηση σχετικά με τις υποτιθέμενες ευρωπαϊκές «αξίες» που πρέπει να εξαπλωθούν και να επιβληθούν, τη συνέχιση των αποικιακών συνηθειών, και τη συζήτηση γύρω από την προσφυγική κρίση. Όλα αυτά συμβάλλουν στην ιδέα ότι υπάρχει δήθεν μια επείγουσα ανάγκη ανάπτυξης ολοκληρωμένων στρατιωτικών δυνατοτήτων από την ΕΕ. Δυστυχώς, αυτή η «ανάγκη» δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τη συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων μου.

Ποια είναι η γνώμη σας για την PESCO; Βλέπετε περαιτέρω διαιρέσεις στην ΕΕ ως αποτέλεσμα της γερμανικής-γαλλικής ηγεμονίας στην άμυνα;
 
Νομίζω ότι η PESCO μπορεί δυνητικά να εμβαθύνει τις ήδη υπάρχουσες διαιρέσεις, καθώς είναι το βασικό εργαλείο της αυτοαποκαλούμενης ομάδας γαλλο-γερμανικής ηγεσίας για την ίδρυση μιας αμυντικής ένωσης υπό τη διοίκησή της. Η PESCO απομακρύνεται από την αρχή της συναίνεσης στον στρατιωτικό τομέα, εισάγοντας τη λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, προς όφελος των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών δυνάμεων – δηλαδή της Γερμανίας και της Γαλλίας. Για παράδειγμα, εάν μια χώρα δεν εκπληρώνει ορισμένα κριτήρια της PESCO που αποσκοπούν στην προώθηση της δημιουργίας μιας αμυντικής ένωσης, είναι πλέον δυνατή η απομάκρυνση αυτής της χώρας από την PESCO με τη λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία.

Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η εναλλακτική λύση στις τάσεις στρατιωτικοποίησης της ΕΕ; Ποιο είναι το όραμά σας για την Ευρώπη, σε σχέση με την ασφάλεια και την άμυνα;
 
Για να σας το θέσω απλά: ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι συμβαίνει τώρα. Πρέπει να πούμε ένα κάθετο «όχι» σε κάθε μορφή στρατιωτικής «λύσης» των τωρινών συγκρούσεων. Όραμά μου είναι ο ευρύς αφοπλισμός και η μετατροπή της βιομηχανίας όπλων. Και οι επιπλέον πόροι που θα προκύψουν θα πρέπει να πάνε στη μείωση της φτώχειας, τη διεύρυνση της ειρηνικής επίλυσης συγκρούσεων, και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε ειρηνικές οικονομικές δραστηριότητες εντός της Ένωσης.