Pages

13 May 2013

Συνέντευξη με τον Frank Slijper για τους εξοπλισμούς και την οικονομική κρίση







«Τα εξωφρενικά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών οδήγησαν την Ελλάδα σε τεράστια χρέη για όπλα που δεν χρειάζεται»

 

Μια κουβέντα με τον ολλανδό ερευνητή Φρανκ Σλέιπερ για τους εξοπλισμούς και την οικονομική κρίση

 

τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε σε “Ενθέματα”, Κυριακάτικη Αυγή, 12 Μαΐου 2013)


Ο Φρανκ Σλέιπερ (Frank Slijper) είναι ολλανδός οικονομολόγος με ειδίκευση σε ζητήματα εξοπλισμών και στρατιωτικοποίησης. Είναι συνεργάτης της γνωστής ριζοσπαστικής δεξαμενής σκέψης Transnational Institute (ΤΝΙ) και επικεφαλής της αντι-μιλιταριστικής οργάνωσης Campagne tegen Wapenhandel. Οι δημοσιεύσεις του πάνω στο Ευρωπαϊκό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, την Ευρωπαϊκή πολιτική διαστήματος και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας συνιστούν θεμελιώδεις συνεισφορές σε μία αριστερή κριτική της στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εξουσίας των κατασκευαστών όπλων εντός της. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από το TNI μία μελέτη του με τίτλο «Στρατιωτικές δαπάνες και η οικονομική κρίση στην Ευρώπη», όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ελληνική περίπτωση με τους υπέρογκους εξοπλισμούς και τις ιστορίες σπατάλης, διαφθοράς και παρασιτισμού που τους περιβάλλουν.


Πώς ερμηνεύετε τη σιωπή των διανοουμένων πάνω σε ένα τόσο επίκαιρο ζήτημα όπως οι εξοπλισμοί και ο ρόλος τους στην τρέχουσα κρίση; Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν μία υποτυπώδης συζήτηση επ’ αυτού.

Οι περισσότερες αναλύσεις εστιάζουν στο ρόλο των χρηματοπιστωτικών θεσμών και των οικονομικών μηχανισμών, που είναι λογικό. Όμως, εφόσον τα δημόσια ελλείμματα και τα σχετιζόμενα προβλήματα χρέους έχουν οδηγήσει σε εκτενή μέτρα λιτότητας, είναι πράγματι παράδοξο το γεγονός ότι δεν συζητείται ένας κλάδος δημοσίων δαπανών τόσο μεγάλος και ισχυρός όσο οι στρατιωτικές δαπάνες. Μία ερμηνεία της αποσιώπησης αυτής είναι ο συνεχής φόβος της στρατιωτικής ηγεσίας και της βιομηχανίας όπλων ότι η περικοπή των αμυντικών δαπανών θα κοστίσει πολλές θέσεις εργασίας και θα θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Και τα δύο επιχειρήματα είναι εντελώς λανθασμένα, καθώς οι υψηλοί στρατιωτικοί προϋπολογισμοί αποδεδειγμένα είναι ένας εξαιρετικά αναποτελεσματικός και δαπανηρός τρόπος δημιουργίας θέσεων εργασίας. Επιπλέον, ο δυτικός κόσμος έχει υπερ-εξοπλισθεί τόσο πολύ ώστε να είναι αδύνατον να ισχυριστεί κάποιος ότι απειλείται η ασφάλειά του. Μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει: το παράδειγμα των ΗΠΑ δείχνει ότι οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ οδήγησαν σε τρομακτικές στρατιωτικές δαπάνες, αλλά σίγουρα δεν κατέστησαν τον κόσμο ασφαλέστερο.

Ποια είναι τα κύρια ευρήματα της μελέτης σας που μόλις κυκλοφόρησε; Τελικά συνέβαλε ο γιγαντωμένος στρατιωτικός προϋπολογισμός της Ελλάδας στην τρέχουσα οικονομική καταβαράθρωση της χώρας;

Πριν την κρίση, οι περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ αύξησαν σημαντικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες, αντισταθμίζοντας εν μέρει ή συνολικά τις μετα-ψυχροπολεμικές περικοπές που είχαν προηγηθεί. Αν και στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν μεγαλύτερη, στην Ευρώπη τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος διόγκωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Τελικά, αυτές οι δαπάνες μειώθηκαν μέσα σε ένα κύμα μέτρων λιτότητας – μόνο όμως από το 2010 και ύστερα. Και οι περικοπές αφορούσαν περισσότερο το προσωπικό παρά τις δαπάνες για οπλικά συστήματα. Ακόμα και σήμερα, πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν στρατιωτικούς προϋπολογισμούς υψηλότερους σε σχέση με μια δεκαετία πριν, παρόλο που ποτέ η Ευρώπη δεν υπήρξε τόσο ασφαλής όσο είναι σήμερα με την απουσία της οποιασδήποτε σοβαρής απειλής. Άρα, συμπεραίνουμε ότι η επαναλαμβανόμενη άποψη σύμφωνα με την οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν πέσει κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο – στο οποίο δήθεν θα έπρεπε να βρίσκονται – είναι εντελώς αβάσιμη.

Το σύνηθες αντεπιχείρημα προς τους επικριτές των υψηλών στρατιωτικών δαπανών είναι η απειλή της Τουρκίας. Τι απαντάτε;

Η συγκεκριμένη απειλή είναι μικρότερη σε σχέση με δέκα ή είκοσι χρόνια πριν, σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς. Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί αισθητά και πλέον υπάρχει η διακηρυγμένη βούληση και της Τουρκίας και όχι μόνο της Ελλάδας οι δυο χώρες να εργαστούν για τη λήψη μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Και πάλι είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι στρατιωτικοί έχουν συμφέρον να υπερβάλλουν τις απειλές ώστε να διατηρούν την ισχυρή θέση τους. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι η οικονομία απειλείται από τις επιπλέον περικοπές στην άμυνα, ενώ στην πραγματικότητα οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν αποδειχθεί ότι είναι μία εξαιρετικά ακριβή και αναποτελεσματική μηχανή παραγωγής θέσεων εργασίας.

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μία μικρή παραγωγική βάση στον τομέα των εξοπλισμών, και άρα στην περίπτωσή της είναι μάλλον δύσκολο να μιλήσει κάποιος για την ύπαρξη ενός εθνικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται μέσω της διατήρησης υψηλών στρατιωτικών δαπανών;

Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες χώρες δεύτερης βαθμίδας παραγωγής όπλων (συνήθως οι μικρότερες), διατηρεί μία πολιτική αντισταθμιστικών οφελών. Η συγκεκριμένη πολιτική αποβλέπει στην επιστροφή ενός μέρους του έργου από μία εξοπλιστική παραγγελία με τη μορφή εγχώριων παραγγελιών – κατά προτίμηση με τη μορφή της συμπαραγωγής. Αυτή είναι μία εξαιρετικά δαπανηρή και αναποτελεσματική μορφή βιομηχανικής πολιτικής που, ενώ υπόσχεται οφέλη στο πεδίο της απασχόλησης τα οποία συχνά δεν υλοποιούνται, στην πράξη καταλήγει να είναι μία εξωφρενική επιδότηση σε μία βιομηχανία εντελώς ανίκανη για επιβίωση. Αυτό συνέβη και στην Ελλάδα, και γι’ αυτό τώρα η κυβέρνηση θέλει να πουλήσει αυτό τον εξαιρετικά ζημιογόνο επιχειρηματικό τομέα. Το όφελος είναι αμοιβαίο και αφορά τόσο τα συμφέροντα της στρατιωτικής εξουσίας («για να έχουν τα παιδιά τα παιχνιδάκια τους») όσο και τα συμφέροντα της βιομηχανίας όπλων. Και η ρητορική αφορά συχνά τόσο την «εθνική ασφάλεια» όσο και τις «θέσεις εργασίας». Δεν είμαι σίγουρος για την περίπτωση της Ελλάδας, αλλά στην Ολλανδία τα συνδικάτα συχνά συνασπίζονται στα τυφλά με τις εταιρείες όπλων και το στρατό, και υποστηρίζουν κάθε νέα εξοπλιστική συμφωνία με την υπόσχεση δήθεν εξαιρετικών προοπτικών απασχόλησης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, δυστυχώς, καθώς με πολύ λιγότερα χρήματα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως καταδεικνύω με παραδείγματα στη μελέτη.

Η Γερμανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ρητορικής υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Δεν είναι παράδοξο που οι Γερμανοί υποστηρίζουν την κυβερνητική πολιτική λιτότητας και την ίδια στιγμή προωθούν την εξαγωγή πανάκριβων συστημάτων όπως τα άρματα μάχης Leopard 2 και τα υποβρύχια Type 214;

Φυσικά και είναι παράδοξο! Τόσο η Ελλάδα όσο και η Πορτογαλία έχουν ξοδέψει μία ολόκληρη περιουσία για την αγορά γερμανικών υποβρυχίων, και θα ξοδεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ ετησίως για πολλά ακόμα χρόνια για να τα συντηρήσουν. Αναρωτιέμαι βάσει ποιας στρατηγικής λογικής αγοράστηκαν… Η Ελλάδα, μάλιστα, υποτίθεται ότι έχει σχέδια αγοράς επιπλέον υποβρυχίων, τα οποία η Γερμανία προφανώς και θα πουλούσε με χαρά. Με ποια λογική προωθούνται μέτρα λιτότητας εις βάρος του λαού, με περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις, την υγεία και την εκπαίδευση, και την ίδια στιγμή δεν διακόπτεται η αγορά όπλων που στην πραγματικότητα δεν χρειάζεστε; Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Θόδωρος Πάγκαλος δήλωσε ότι «ένιωσα αναγκασμένος να αγοράζω όπλα που δεν χρειαζόμαστε» και ότι οι εξοπλιστικές συμφωνίες του γέννησαν ένα αίσθημα «εθνικής ντροπής». Είναι λοιπόν καιρός να απομακρυνθείτε από μία κουλτούρα αναντίρρητων στρατιωτικών δαπανών που ξοδεύει δισεκατομμύρια από τα χρήματα των φορολογουμένων κάθε χρόνο. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν σήμερα να λειτουργήσουν πολύ πιο χρήσιμα και αποτελεσματικά, για να βγάλουν την Ελλάδα έξω από την οικονομική εξαθλίωση.

Πώς αποτιμάτε το ρόλο του ΝΑΤΟ στη διατήρηση υψηλών στρατιωτικών προϋπολογισμών σε χώρες όπως η Ελλάδα; Συμβάλλει το ΝΑΤΟ στην επιβολή μιας συγκεκριμένης «πειθαρχίας» υπέρ των εισαγωγών όπλων;

Μα ειδικά ο Ρασμούσσεν, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, έχει χρησιμοποιήσει κάθε ευκαιρία που του έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια για να τονίσει την ανάγκη υψηλών στρατιωτικών δαπανών και αποφυγής των οποιονδήποτε περικοπών. Κάθε φορά χρησιμοποιείται η λανθασμένη σύγκριση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ για να δοθεί η εικόνα ότι κινδυνεύουμε εδώ στην Ευρώπη επειδή η Ουάσιγκτον δαπανά πιο πολλά για όπλα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αναφέρουν ποτέ ότι οι δαπάνες του Πενταγώνου είναι πρωτοφανείς και δεν έχουν ταίρι ούτε σε απόλυτο μέγεθος, ούτε ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Μόνο κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ (με τη συνδρομή ενός γιγαντιαίου όγκου στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ) παρουσιάζουν μια παρόμοια εξοπλιστική συμπεριφορά. Για πολύ καιρό η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που προσέγγιζε αυτά τα εξωφρενικά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών, και κοιτάξτε που οδήγησε: σε τεράστια χρέη για όπλα που η χώρα δεν χρειάζεται. Ακόμα και εντός των στρατιωτικών κύκλων αναγνωρίζεται το γεγονός ότι οι μεγάλες εξοπλιστικές συμφωνίες με τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ το μόνο που κατάφεραν είναι να φέρουν οικονομική εξαθλίωση. Θα ήταν καλύτερο, αντί να συγκρινόμαστε με τις ΗΠΑ, να προσπαθήσουμε να μοιάσουμε με την Ιρλανδία που είναι η χώρα με το μικρότερο κομμάτι του ΑΕΠ αφιερωμένο στις ένοπλες δυνάμεις της.

Στο έργο σας έχετε κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός πανευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Έχει επηρεάσει η κρίση τη λειτουργία του και, αν ναι, με ποιο τρόπο;

Αφενός, εν μέρει ναι, επειδή οι μειούμενοι εθνικοί προϋπολογισμοί έχουν κάπως περιορίσει τις δυνατότητες νέων παραγγελιών και προγραμμάτων. Αφετέρου, οι φορείς του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους σε αγορές του εξωτερικού εκτός Ευρώπης, όπως οι χώρες BRICS ή τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη που δεν έχουν μειώσει τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους. Παρά την καταδίκη των πωλήσεων ευρωπαϊκών όπλων σε δικτάτορες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, δύο χρόνια μετά την Αραβική Άνοιξη όλα μοιάζουν όπως πριν – business as usual. Παράλληλα, βλέπουμε ισχυρότατες πιέσεις μέσα στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις περισσότερες άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ ώστε να μην προχωρήσουν οι προτεινόμενες περικοπές στις εξοπλιστικές τους δαπάνες. Ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δήλωσε πρόσφατα ότι η κρίση στην Κορέα κατέδειξε εκ νέου γιατί η Βρετανία πρέπει να δαπανήσει δισεκατομμύρια λίρες για να αντικαταστήσει τα εξοπλισμένα με πυρηνικούς πυραύλους υποβρύχιά της. Τόσο η βιομηχανία όπλων όσο και οι στρατιωτικοί έχουν ένα κοινό συμφέρον: να υπερβάλλουν ως προς το μέγεθος και τη φύση των απειλών, και εν τέλει όλο αυτό αποβαίνει εις βάρος των πολιτών που πληρώνουν το λογαριασμό.

Συμμετέχετε ενεργά στην ολλανδική οργάνωση Campagne tegen Wapenhandel (Εκστρατεία εναντίον του Εμπορίου Όπλων). Ποιες είναι οι προτεραιότητες της δράσης της;

Η Campagne tegen Wapenhandel είναι μία μικρή, πολιτικά ανεξάρτητη οργάνωση που ιδρύθηκε το 1998 για να αντιπαρατεθεί με μία από τις αιτίες του πολέμου: την παραγωγή και το εμπόριο όπλων. Βασίζουμε τις εκστρατείες μας στην εκτεταμένη έρευνα και τη συνεργασία με οργανώσεις ειρήνης και αλληλεγγύης. Προσπαθούμε να επηρεάσουμε το κοινοβούλιο όσο μπορούμε περισσότερο, μέσω των μέσων ενημέρωσης και άμεσων επαφών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνεργαζόμαστε με τους εταίρους μας που συμμετέχουν στο European Network Against Arms Trade (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εναντίον του Εμπορίου Όπλων).

Τελικά υπάρχει κάποια εναλλακτικό μοντέλο έναντι της μόνιμης «οικονομίας των εξοπλισμών»;

Ναι, υπάρχει. Αφετηρία της πρέπει να είναι μία ειλικρινής και εκ βαθέων συζήτηση μέσα στην κοινωνία σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις στρατιωτικές δαπάνες και τις εναλλακτικές τους, τα κόστη ευκαιρίας των εξοπλισμών και τα παραδείγματα εναλλακτικών προσεγγίσεων στην ασφάλεια. Ασφάλεια δεν είναι μόνο η στρατιωτική ασφάλεια, αλλά και η ασφάλεια στην αγορά εργασίας, η κοινωνική ασφάλεια, η ανθρώπινη ασφάλεια. Είμαι πεπεισμένος ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα εργάζονταν υπέρ ενός εποικοδομητικού διαλόγου με την Τουρκία παρά υπέρ της συνέχισης μιας κούρσας εξοπλισμών δίχως τέλος που ωφελεί μοναχά τη βιομηχανία όπλων. Γιατί δεν εστιάζουμε σε καινοτόμες τεχνολογίες που αφορούν τομείς όπως η πράσινη ενέργεια και ο τουρισμός; Το καλύτερο που έχετε να κάνετε στην Ελλάδα είναι να ξεφορτωθείτε τους διεφθαρμένους αξιωματούχους, τους τραπεζίτες και τους βιομηχάνους, και να πάρει ο λαός την εξουσία που του ανήκει. Δείτε πώς αναδύθηκε εκ νέου η Ισλανδία από μία μεγάλη κρίση.